παραμετρέω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμετρέω Medium diacritics: παραμετρέω Low diacritics: παραμετρέω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: parametréō Transliteration B: parametreō Transliteration C: parametreo Beta Code: parametre/w

English (LSJ)

A measure one thing by another, compare, τὰς δυνάμεις Phld.Rh.2.255 S., cf. Plu.2.78f (v.l.), Luc.Pr.Im.21, Arr.Epict.1.2.10:—Med., compare oneself, τινι with another thing, Pl.Tht.154b; τὸ παραμετρούμενον that which makes the comparison, ibid.:—Pass., εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο Luc.Prom. 15; τὰ καθήκοντα ταῖς σχέσεσι π. Epict. Ench.30.
2 measure by a standard, Chrysipp.Stoic.3.188, Ph.1.147:—Pass., ib.92; supply a standard of measurement for, ὁ [τὴν κίνησιν] -μετρῶν χρόνος Plu.2.569c.
3 adjust expenditure, τοῖς πράγμασιν Phld.Oec.p.71 J.; measure out, εἰς τὸ βασιλικόν PHib.1.47.23 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.143 (iii B.C.), etc.; ἀπὸ τῆς ἅλω PRev.Laws 39.9 (iii B.C.); ἀρσίχῳ IG12(7).62.42 (Amorgos, iv B.C.); εἴκοσι μεδίμνους τινί Luc.Nav.25:—Med., cause to be measured out, σῖτον SIG 976.44 (Samos, ii B.C.):—Pass., PTeb.ined.703.46.
b supply according to specified measurements, Inscr. Délos 372 A 142 (iii/ii B.C.).
4 scan, peruse, ἀρχὴν πίνακος Nonn. D. 41.369.
II measure a distance past... pass by, c. acc. loci, A.R.1.595, 1166, 2.937, Nonn. D. 14.271; pass along, ἀτραπόν ib.7.314.

German (Pape)

[Seite 489] nach einer andern Sache abmessen, Sp.; οὕτω γὰρ ἂν καὶ τὸ μέγα δειχθείη, εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο, Luc. Prom. 15; ὡς παραμετρῇς τῷ οἰκείῳ μέτρῳ ἑκάτερον, pro imag. 21; daher gleiche Ausdehnung geben, gleich groß machen, ὁ τὴν τοῦ κύκλου κίνησιν παραμετρῶν χρόνος, die Zeit, welche die Bewegung eines Kreises nachmißt, die einen Kreislauf beschreibt, Plut. de fat. 3; – Plat. Theaet. 154 a braucht das med. in der Bdtg des simpl., zumessen; Luc. navig. 25. – Auch falsch messen, durch falsches Maaß betrügen. – Nebenbei, vorüber fahren, gehen, wobei man ὁδόν ergänzt, den Weg vorbei durchmessen, Ap. Rh. 1, 595. 1166 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

παραμετρῶ :
1 mesurer auprès : τί τινι mesurer une chose en parallèle avec une autre;
2 reproduire par la mesure, par la vitesse : κίνησιν PLUT un mouvement;
3 mesurer d'après, proportionner;
4 mesurer ou compter en outre;
5 mesurer frauduleusement.
Étymologie: παρά, μετρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-μετρέω afmeten aan, vergelijken met; met acc. en dat.:; ὡς... διακρίνῃς καὶ παραμετρῇς τῷ οἰκείῳ μέτρῳ ἑκάτερον dat je onderscheid maakt en elk van beide afmeet aan de geëigende maatstaf Luc. 50.21; med.:; ᾧ παραμετρούμεθα datgene waarmee wij ons vergelijken Plat. Tht. 154b; pass.: εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο als (het grote) met het kleine wordt vergeleken Luc. 23.15. afmeten:. τοῖς φίλοις εἴκοσι μεδίμνους π. voor mijn vrienden twintig medimnen afmeten Luc. 73.25.

Russian (Dvoretsky)

παραμετρέω:
1 соразмерять, измерять (παραριθμεῖν καὶ π. Plut.; π. τι τῷ οἰκείῳ μέτρῳ Luc.): οὕτω ἂν τὸ μέγα δειχθείη τὸ μέγα, εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο Luc. так большое воспринимается как большое, если оно сопоставляется с (досл. измеряется) малым; τὸ παραμετρούμενον Plat. измеряемое;
2 отмеривать (εἴκοσι μεδίμνους χρυσίου τινί Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

παραμετρέω: μετρῶ τι δι’ ἑτέρου, παραβάλλω τι πρὸς ἕτερον, Πλούτ. 2. 1042D, πρβλ. 78F, 569D, Λουκ. Ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 2, 10· - Μέσ., παραβάλλω ἐμαυτόν, τινι, πρὸς ἕτερον πρᾶγμα, Πλάτ. Θεαίτ. 154Α (διατηρουμένης τῆς τῶν Ἀντιγράφων γραφῆ ᾧ)· τὸ παραμετρούμενον, ἐκεῖνο πρὸς ὃ γίνεται ἡ σύγκρισις, αὐτόθι Β· καὶ ἐν τῷ παθητ., εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο Λουκ. Προμ. 15· τὰ καθήκοντα ταῖς σχήσεσι π. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 30. 2) μετρῶ, μετρῶ καὶ δίδω, Σαμίππῳ εἴκοσι μεδίμνους ἐπισήμου χρυσίου παραμετρῆσαι τὸν οἰκονόμον ἐκέλευσα ἂν ὁ αὐτ. ἐν Πλοίῳ ἢ Εὐχ. 25. ΙΙ. παρέρχομαι, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 595, 1166, Β, 937.

Greek Monotonic

παραμετρέω: μέλ. -ήσω, υπολογίζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, συγκρίνω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to measure one thing by another, to compare, Plat.