καταμετρέω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμετρέω Medium diacritics: καταμετρέω Low diacritics: καταμετρέω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: katametréō Transliteration B: katametreō Transliteration C: katametreo Beta Code: katametre/w

English (LSJ)

A measure out, (σῖτον) τοῖσι ἐπικούροισι Hdt.3.91; of a garden, X.Oec.4.21; μεγέθη, πέρατα, Epicur.Ep.1p.17U., Sent.19; ὑμῖν αὐτοῖς τὰ ὅρια LXX Nu.34.10:—Med., ἐν τῷ -μετρεῖσθαι ὑμᾶς τὴν γῆν ib.Ez.45.1; of castrametation, Plb.6.41.4; assign land held by military tenure, τῶν -μεμετρημένων (κλήρων) PPetr.2 intr.p.22 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.245.2 (iii B. C.), al.; also of the grantees, τοὺς -μεαετρημένους ἱππεῖς PHal.15.5 (iii B. C.), cf. PLille14.3(iii B. C.).
2 measure exactly, be the measure of, μόριον ὃ -μετρήσει τὴν ὅλην Arist. Ph.237b28 (for wh. ἀναμ- is used 238a22); τὰ καταμετροῦντά τινων aliquot parts, Id.Metaph.1023b15:—Pass., ὁ λόγος -μετρεῖται συλλαβῇ Id.Cat.4b33: especially in Metric, of feet or rhythms, D.H.Comp.17, cf. Dem.39.

German (Pape)

[Seite 1363] vermessen, zumessen, τινί τι, Her. 3, 91; Xen. Oec. 4, 21 u. Sp., auch med., τὰ μέρη τῆς σκηνῆς κατεμετρήσαντο γραμμαῖς Pol. 6, 41, 4. – Ein Maaß sein von Etwas, Arist. metaphys. 4, 25; Mathem.

French (Bailly abrégé)

καταμετρῶ :
mesurer ; distribuer, répartir.
Étymologie: κατά, μετρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μετρέω opmeten; uitbr. afmeten, toewijzen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

καταμετρέω:
1 отмеривать, отвешивать (σῖτόν τισι Her.);
2 размеривать, планировать (sc. τὸν παράδεισον Xen.);
3 измерять, производить обмер (τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.; med. τὰ μέρη τῆς σκηνῆς Polyb.): κ. σκιάν Plut. измерять тень (по солнечным часам), т. е. определять время;
4 измерять, служить мерой (ὁ λόγος καταμετρεῖται συλλαβῇ βραχείᾳ καὶ μακρᾷ Arst.): τὰ καταμετροῦντα Arst. поддающееся измерению, измеримое.

Greek Monotonic

καταμετρέω: μέλ. -ήσω, μετρώ, υπολογίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμετρέω: μέλλ. -ήσω, μετρῶ εἴς τινα, μετρῶν παρέχω, σῖτον τοῖσι ἐπικούροισι Ἡρόδ. 3. 91, μετρῶ ἀκριβῶς, κ. καὶ διατάττειν ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 4. 21, ἔνθα τὸ διαμετρῶ τίθεται ἐν τῇ αὐτῇ σημασίᾳ. 2) μετρῶ ἐντελῶς, χρησιμεύω ὡς τὸ μέτρον τινός, τινί τι, = τι δι’ ἑτέρου, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 3· μόριον, ὃ καταμετρήσει τὸ ὅλον ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 7, 4 κἑξ.· συνώνυμ. τῷ ἀναμετρέω, αὐτόθι 6· τινος ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 25, 1·- καὶ τὸ παθητ., ὁ λόγος καταμετρεῖται συλλαβῇ βραχείᾳ καὶ μακρᾷ Ἀριστ. Κατηγ. 6. 4· ὁ Πολύβ. 6. 41, 4 ἔχει καὶ τὸν μέσ. τύπον, τὰ μέρη τῆς σκηνῆς κατεμετρήσαντο γραμμαῖς.

Middle Liddell

fut. ήσω
to measure out to, Hdt., Xen.