литься

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Russian > Greek

ἐκρέω, ἐκπρορρέω, ἐκπρορέω, λείβω, κατείβω, δεύω, κηκίω, πιδύω