εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
ἐκρέω, ἐκπρορρέω, ἐκπρορέω, λείβω, κατείβω, δεύω, κηκίω, πιδύω