мотовство

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Russian > Greek

ἀσῳτία, ἀσωτεία, ἀσωτία, ἀφειδία, δαπάνη, δαπανηρία, δαψίλεια, πρόεσις, φιλοτιμία, φιλοτιμίη

Translations

prodigality

Arabic: إِسْرَاف‎, تَبْذِير‎, سَرَف‎; Armenian: շվայտություն; Bulgarian: разточителство, прахосничество; Czech: marnotratnost, rozhazovačnost, hýřivost; Dutch: kwistigheid, verspilzucht; French: prodigalité; Greek: σπατάλη, ασωτία; Ancient Greek: ἀσωτεία, ἀσωτία, ἀφειδία, δαπάνη, δαπανηρία, δαψίλεια, πρόεσις, φιλοτιμία, φιλοτιμίη; Irish: caifeachas; Persian: اسراف‎; Romanian: prodigalitate; Russian: транжирство, мотовство; Scottish Gaelic: ana-caitheamh; Tagalog: sakmata