πρόεσις

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόεσις Medium diacritics: πρόεσις Low diacritics: πρόεσις Capitals: ΠΡΟΕΣΙΣ
Transliteration A: próesis Transliteration B: proesis Transliteration C: proesis Beta Code: pro/esis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (προΐημι)
A sending forth, emission, [τῶν ᾠῶν] Arist.HA550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr.888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA765b21, PA663a16, cf. Thphr. Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.; π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.: pl., δακρύων -έσεις Phld.Mort.25.
2 throwing away, opp. λῆψις, Arist.EN1107b12.

German (Pape)

[Seite 722] ἡ, das Fort- oder Heraussenden, Verschwenden, Arist. eth. 2, 7 u. sonst, im Gegensatz von λῆψις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de lâcher;
2 profusion, prodigalité.
Étymologie: προΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόεσις -εως, ἡ [προΐημι] het kwistig geld uitgeven, verkwisting.

Russian (Dvoretsky)

πρόεσις: εως ἡ
1 выбрасывание, испускание, выделение (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);
2 расходование, трата: ὁ ἄσῳτος ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, ΜΑ προΐημι
εκροή, έκχυση («ἐν τῇ προέσει τοῦ σπέρματος», Γαλ.)
αρχ.
απόρριψη, εγκατάλειψη.

Greek Monotonic

πρόεσις: ἡ (προΐημι), κβολή, εκροή, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόεσις: ἡ, (προΐημι) ἐκβολή, ἐκροή, ἔκχυσις, τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) ἀπόρριψις, ἀντίθετον τῷ λῆψις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.

Middle Liddell

πρόεσις, εως, προΐημι
a throwing away, Arist.

Translations

prodigality

Arabic: إِسْرَاف‎, تَبْذِير‎, سَرَف‎; Armenian: շվայտություն; Bulgarian: разточителство, прахосничество; Czech: marnotratnost, rozhazovačnost, hýřivost; Dutch: kwistigheid, verspilzucht; French: prodigalité; Greek: σπατάλη, ασωτία; Ancient Greek: ἀσωτεία, ἀσωτία, ἀφειδία, δαπάνη, δαπανηρία, δαψίλεια, πρόεσις, φιλοτιμία, φιλοτιμίη; Irish: caifeachas; Persian: اسراف‎; Romanian: prodigalitate; Russian: транжирство, мотовство; Scottish Gaelic: ana-caitheamh; Tagalog: sakmata