непостоянный
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Russian > Greek
διάδρομος, πλάνος, ταραχώδης, διχόμυθος, μετάπτωτος, εὐμετάθετος, πολύτροπος, εὔτρεπτος, παλίμβολος, ἀνεπίμονος, ἀκατάστατος, ἀνώμαλος, ἀστάθμητος, ἔμπληκτος, ἀλλο-πρός-αλλος, ἀβέβαιος, μετάβουλος, ῥευστός, σφαλερός