обсуждать
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
Russian > Greek
πρεσβεύω, ἐγχειρέω, κοινολογέομαι, ἐπιδινέω, σκοπέω, διαβουλεύομαι, στρέφω, συμφράζομαι, διατιμάω, πραγματολογέω, μεταφράζω, βαστάζω, διαλογίζομαι, διαλέγομαι, βουλεύω, συνδιέξειμι, ἐπέρχομαι