τίνυμαι

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίνῠμαι Medium diacritics: τίνυμαι Low diacritics: τίνυμαι Capitals: ΤΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: tínymai Transliteration B: tinymai Transliteration C: tinymai Beta Code: ti/numai

English (LSJ)

inf.
A τίνυσθαι Hes.Op.711:—poet. for τίνομαι (v. τίνω ΙΙ), punish, chastise, c. acc. pers., [Ζεὺς] τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ Od.13.214; οἳ.. ἀνθρώπους τίνυσθον, ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ Il.3.279, cf. 19.260, Plu.Crass.21: c. acc. rei, λώβην τινύμενος chastising insolence, Od. 24.326.
2 avenge, take vengeance for, Ὅρκον Hes.Op.804 (v.l.); αἵματος δίκαν, φόνον, E.Or.323 (lyr.): abs., avenge oneself, Hdt.5.77.
3 repay, of the punisher, δὶς τόσα Hes.Op.711; of the punished, ἔνδικα AP11.374 (Maced.).
4 repay, in good sense, τ. κομιδὴν παιδοτροφίης Opp C.2.349.
II Act., pay penalty, only in late writers, δίκας τιννύοντες Plu.Brut.33; δίκην τιννύς Olymp.Hist. p.455 D.; gen. pl. ἐκ-τιννύντων v.l. in D.S.16.29; ἐκ-τιννύω, = pendo, Glossaria; δίκας τιννύω, = pendo poenas, ib. [The 1st syllable is prob.always long (even in E.Or.323); the spellings ἀποτεινύτω (Crete, v B.C.), ἀποτειννυέτω (Avrom., i B.C.) (v. ἀποτίνυμι), and the form of the root (τῐ-: τει-: ποι- (v. τίνω), never τῑ-, which belongs only to τίω) show that the true spellings are τεινυ-, later τειννυ-, still later τῑννυ- with ι long by nature: the early forms ἀποτινυ[μεν (v. ἀποτίνυμι) , [τ]ινυμε[νο] GDI5125 A3 (Crete) remain unexplained: τίν[υ]σθαι is uncertain in IG12(9).1273 (p. viii) (Eretria, vi B.C.): perhaps τῐνυ- existed as well as τεινυ-.]

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
faire payer ; châtier, punir : τινα qqn ; τι venger un crime, faire expier une faute ; abs. se venger.
Étymologie: R. Τι, payer ; cf. τίνω.

Russian (Dvoretsky)

τίνῠμαι: (τῑ)
1 воздавать (по заслугам), преимущ. карать, наказывать (τινα Hom.): τ. τι Hom. карать за что-л.;
2 отплачивать, мстить: τ. τινα Hes. мстить за кого-л.; τ. δὶς τόσα Hes. отплачивать вдвойне.

Greek (Liddell-Scott)

τίνῠμαι: ἀπαρ. τίνυσθαι, ποιητ. ἀντὶ τίνομαι (ἴδε τίνω ΙΙ), τιμωρῶ, κολάζω, μετ’ αἰτ. προσωπ., (Ζεὺς) τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ Ὀδ. Ν. 214· οἵ... ἀνθρώπους τίνυσθον, ὃ τίς κ’ ἐπίορκον ὀμόσσῃ Ἰλ. Γ. 279, πρβλ. Τ. 260· μετ’ αἰτ. πράγμ., λώβην τινύμενος, τιμωρῶν τὴν αὐθάδειαν, Ὀδ. Ω. 326· ἀπολ., τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, Ἡρόδ. 5. 77. 2) ἀπαιτῶ, ζητῶ, ὅρκον τ(ε)ινυμένας, τὸν Ἔρις τέκε πῆμ’ ἐπιόρκοις, «ἤγουν ἀπαιτούσας, ζητούσας, ὃν ἡ Ἔρις ἔτεκε βλάβην τοῖς ἐπιόρκοις» Μοσχόπουλ. (ἀλλ’ ὁ Τζέτζ. καὶ ὁ Πρόκλ. ἑρμηνεύουσιν ἄλλως τὸ χωρίον), Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· αἵματος τινύμεναι δίκαν Εὐριπ. Ὀρ. 323. 3) τιμωρῶ, δὶς τόσα τίνυσθαι, «διπλῶς τοῦτον τιμώρει» (Τζέτζ.), «δὶς τόσα τιμωροῦ αὐτὸν» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 709· ἔνδικα Ἀνθ. Π. 11. 374. 4) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταποδίδω, ἀνταμείβω, τ. κομιδὴν παιδοτροφίης Ὀππ. Κυν. 2. 349. ΙΙ. τὸ ἐνεργ., πληρώνω ἢ ἐκτίνω ποινήν, μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Ὀλυμπιόδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 58. 15, Καν. Ἀποστ.· οὕτω τιννύω παρὰ Πλουτ. Βρούτ. 33· πρβλ. ἀποτιννύω, συνεκτίνω. [Ἡ α΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ παρ’ Ἐπικ., ὅθεν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται τίννυμαι· καὶ ὁ τύπος τιννύω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν.· παρ’ Εὐριπ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ὅπερ εἶναι τὸ μόνον χωρίον τῶν δοκίμων Ἀττ. ἐν ᾧ ἡ λέξις αὕτη ἀπαντᾷ), εἶναι τῐνύμεναι].

English (Autenrieth)

τίνυται, -υσθον, -νται, part. τῖνύμενος = τίνομαι: punish, chastise, τινά, λώβην, Od. 24.326.

Greek Monolingual

ΜΑ και τίννυμαι και τείνυμαι και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α
τιμωρώ («τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι για κάτι
2. επιβάλλω ως ποινή, ως τιμωρία («δὶς τόσα τίνυσθαι», Ησίοδ.)
3. (με καλή σημ.) ανταποδίδω
4. (το ενεργ.) τιννύω
εκτίνω ποινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τίνω.

Greek Monotonic

τίνῠμαι: [ῑ], απαρ. τίνυσθαι, ποιητ. αντί τίνομαι (βλ. τίνω II),
1. τιμωρώ, κολάζω, με αιτ. πράγμ., λώβηντινύμενος, τιμωρώ την αυθάδεια, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., τιμωρώ, εκδικούμαι, σε Ηρόδ.
2. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση για κάποιο πράγμα, με αιτ., σε Ησίοδ., Ευρ.
3. αποφαίνομαι ως ποινή, δὶς τόσα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

poet. for τίνομαι (v. τίνω II)]
1. to punish, chastise, c. acc. rei, λώβην τινύμενος chastising insolence, Od.: absol. to avenge oneself, Hdt.
2. to avenge, take vengeance for a thing, c. acc., Hes., Eur.
3. to exact as penalty, δὶς τόσα Hes.