ἀντιτιμωρέομαι
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
avenge oneself on, τινά E.IT357, Th.3.82, Plb.1.81.9: abs., revenge onself, take vengeance, Ar.Pax134,626:—a fut. Pass. occurs in Sch.Lyc.1337.
Spanish (DGE)
(ἀντιτῑμωρέομαι)
vengarse a su vez de c. ac. αὐτούς E.IT 357, φονέα ... πατρός E.El.849, τινα Th.3.82, τὸν ἀδικήσαντα D.C.44.29.2, SEG 23.206.12 (Mesena I d.C.)
•abs. vengarse Ar.Pax 134, 626, X.HG 5.4.42, Plb.1.81.9.
French (Bailly abrégé)
ἀντιτιμωροῦμαι;
se venger à son tour de, acc..
Étymologie: ἀντί, τιμωρέω.
German (Pape)
[ῑμ], Dep. med., sich an Einem rächen, τινά Eur. I.T. 357; Thuc. 3.82; Xen. unda.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτῑμωρέομαι: мстить, отплачивать (Arph.; τινα Eur., Thuc., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτῑμωρέομαι: ἀποθ., ἀντεκδικοῦμαι, τινὰ Εὐρ. Ι. Τ. 357, Θουκ. 3. 82· ἀπολ., λαμβάνω ἐκδίκησιν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 134, 609: - παθ. τις μέλλων ἀπαντᾷ ἐν Σχολ. Λυκόφρ. «ἀντιτιμωρηθήσεται»: - καὶ ῥημ. ἐπίθ., -ητέον, παρὰ Γαλην. ἀντιτιμώρητος, ον, = ἄντιτος (ὃ ἴδ.), Εὐστ. 1346. 3.
Greek Monotonic
ἀντιτῑμωρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., αντεκδικούμαι, τινα, σε Ευρ., Θουκ.· απόλ., παίρνω εκδίκηση, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Dep. to avenge oneself on, τινα Eur., Thuc.; absol. to take vengeance, Ar.