ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
οὐρός, αὐλών, λάκκος, ὀρυχθέν, σκάμμα, διόρυγμα, ἀμάρα, ἀμάρη, μεταλλεία, διῶρυξ, κάπετος, τάφρευμα, λαχή, τάφρος, εὔριπος