совпадать
From LSJ
Russian > Greek
κοινωνέω, συνεκπίπτω, συγκαταβαίνω, συμφωνέω, συνεμπίπτω, συντρέχω, συνεπιβάλλω, πίπτω, συμπίπτω, συνᾴδω, συμβαίνω, συνέρχομαι, καταβαίνω
κοινωνέω, συνεκπίπτω, συγκαταβαίνω, συμφωνέω, συνεμπίπτω, συντρέχω, συνεπιβάλλω, πίπτω, συμπίπτω, συνᾴδω, συμβαίνω, συνέρχομαι, καταβαίνω