совпадать
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Russian > Greek
κοινωνέω, συνεκπίπτω, συγκαταβαίνω, συμφωνέω, συνεμπίπτω, συντρέχω, συνεπιβάλλω, πίπτω, συμπίπτω, συνᾴδω, συμβαίνω, συνέρχομαι, καταβαίνω