συγκοίμημα

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοίμημα Medium diacritics: συγκοίμημα Low diacritics: συγκοίμημα Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΗΜΑ
Transliteration A: synkoímēma Transliteration B: synkoimēma Transliteration C: sygkoimima Beta Code: sugkoi/mhma

English (LSJ)

-ατος, τό, partner of one's bed, in plural, E.Andr. 1273.

German (Pape)

[Seite 968] τό, das Zusammenschlafen, der Beischläfer, Eur. Andr. 1270.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de coucher avec;
2 qui partage la couche avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοίμημα -ατος, τό [συγκοιμάομαι] bedgenote, echtgenote.

Russian (Dvoretsky)

συγκοίμημα: ατος τό pl. супруг, супруга Eur.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοίμημα: τό, τὸ συγκοιμώμενον πρόσωπον, σύνευνος, ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1273, πρβλ. Monk εἰς Εὐρ. Ἱππ. 11.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α συγκοιμῶμαι
άτομο που κοιμάται μαζί με άλλο στο ίδιο κρεβάτι, ο σύνευνος.

Greek Monotonic

συγκοίμημα: τό, ο, η σύντροφος στο κρεβάτι, στον πληθ., σε Ευρ.

Middle Liddell

συγκοίμημα, ατος, τό, [from συγκοιμάω]
partner of one's bed, in plural, Eur.