ἀγκυλητός

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκυλητός Medium diacritics: ἀγκυλητός Low diacritics: αγκυλητός Capitals: ΑΓΚΥΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ankylētós Transliteration B: ankylētos Transliteration C: agkylitos Beta Code: a)gkulhto/s

English (LSJ)

ἀγκυλητή, ἀγκυλητόν, verb. Adj. of ἀγκυλέομαι,
A thrown from the bent arm, of the cottabus, A.Fr.179.
II Subst., ἀγκυλητόν, τό, javelin, Id.Fr.16, IG2.733B17.

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλητός) -ή, -όν
I provisto de un asa de cuero o anilla para lanzarlo στοχάσματα de la jabalina, E.Ba.1205 (cj., cf. ἀγκυλωτός).
II subst. τὸ ἀ
1 jabalina A.Fr.16, IG 22.1487.95 (IV a.C.).
2 tirada desdoblando el brazo del cótabo τοὐμὸν κάρα, τοῦ δ' ἀγκυλητοῦ κοσσάβιός ἐστιν σκοπός A.Fr.179.

German (Pape)

[Seite 15] mit einer ἀγκύλη versehen, δόρατα ἀγκυλητά Ath. XI, 487 c u. ib. aus Aesch. ἀγκυλητοὶ κότταβοι, s. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκῠλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀγκυλέομαι, ὁ βαλλόμενος ἀπὸ τοῦ κεκαμμένου βραχίονος τοῦ κοττάβου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 178 (διορθ. Dobree)· πρβλ. ἀγκύλη Ι. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀγκυλητόν, τό, ἀκόντιον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλητός: бросаемый в цель (κόσσαβοι Aesch.).