ἀγκυλωτός
From LSJ
English (LSJ)
ἀγκυλωτή, ἀγκυλωτόν, of javelins, furnished with a thong, στοχάσματα E.Ba.1205.
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλωτός) -ή, -όν
provisto de un asa de cuero o anilla para lanzarlo ἀ. στοχάσματα de la jabalina, E.Ba.1205, pero cf. ἀγκυλητός I.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
muni d'une boucle ἀγκύλη, lancé avec une courroie.
Étymologie: adj. verb. de ἀγκυλόω.
Greek Monotonic
ἀγκῠλωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγκυλόω· λέγεται για ακόντια, ακόντιο εξοπλισμένο με λουρί, ιμάντα (ἀγκύλη), έτοιμο για ρίψη, εξακόντιση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλωτός: снабженный метательной петлей (στοχάσματα Eur.).
Middle Liddell
verb. adj. of ἀγκυλόω,]
of javelins, furnished with a thong (ἀγκύλη) for throwing, Eur.