ἀγρέμιον
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
τό, = ἄγρα II, AP6.224 (Theodorid.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
pieza, presa, AP 6.224 (Theodorid.), SB 5301.2, 8 (biz.), Fr.Lex.III.
German (Pape)
[Seite 22] τό, Fang, Theodorid. 2 (VI, 224).
Greek Monotonic
ἀγρέμιον: τό = ἄγρα II, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρέμιον: τό охотничья добыча: ἀ. ἐξ ἁλός Anth. морской улов.
Middle Liddell
= ἄγρα (II.) Anth.]