ἀγριοποιός
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ἀγριοποιόν,
A poet of savagery, of Aeschylus in Ar.Ra.837.
II making savage, Sch.Nic.Al.30.
Spanish (DGE)
-όν
1 creador de tipos salvajes de Esquilo, Ar.Ra.837.
2 que enfurece, enloquece del vino, Sch.Nic.Al.30c.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui crée des caractères farouches, en parl. d'Eschyle.
Étymologie: ἄγριος, ποιέω.
German (Pape)
heißt Aesch. bei Ar. Ran. 837, der wilde Helden dichtete.
Russian (Dvoretsky)
ἀγριοποιός: ирон. изображающий дикие характеры (эпитет Эсхила) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριοποιός: -όν, ὁ ἀγρίους χαρακτῆρας περιγράφων, ἀγρίαν ποίησιν ποιῶν, ὡς ἐπίθ. τοῦ Αἰσχύλου ἐν Ἀριστοφ. Βατ. 837.
Greek Monotonic
ἀγριοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει άγρια ποίηση, σε Αριστοφ.