ἀγροτήρ
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
[ᾰ], -ῆρος, ὁ, = ἀγρότης, E.El.463 (lyr.):—fem. ἀγρότειρα, as adjective, rustic, ib.168 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
rústico, campestre de Hermes, E.El.463.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
dieu des champs, càd des troupeaux et des bergers en parl. d'Hermès.
Étymologie: c. ἀγρότης.
German (Pape)
κοῦρος, der ländliche, heißt Merkur, Eur. El. 463.
Russian (Dvoretsky)
ἀγροτήρ: ῆρος adj. m сельский, деревенский: ἀ. κοῦρος Eur. = Ἑρμῆς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροτήρ: [ᾰ], ῆρος, ὁ, = ἀγρότης, Εὐρ. Ἠλ. 463. (λυρ.): - θηλ. ἀγρότειρα, ὡς ἐπίθ., ἡ ἐκ τῶν ἀγρῶν αὐτ. 168 (λυρ.).
Greek Monotonic
ἀγροτήρ: [ᾰ], -ῆρος, ὁ = ἀγρότης, σε Ευρ.· θηλ. ἀγρότειρα, ως επίθ., η αγροτική, η χωριάτικη, στον ίδ.