ἀδάϊκτος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἀδάϊκτον, undestroyed, Q.S.1.196, 11.165.
Spanish (DGE)
-ον no destruido πόλις Q.S.1.196, σθένος Q.S.11.165.
German (Pape)
[Seite 31] unzerstört, Qu. Sm. 1, 196.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδάϊκτος: -ον, ἄφθαρτος, Κόϊ τ. Σμυ. 1. 196., 11. 165.