ἀελπτής

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek (Liddell-Scott)

ἀελπτής: -ές, περὶ οὗ δὲν ἔχει τις ἐλπίδα, ἀπροσδόκητος· γαῖαν ἀελπτέα δῶκεν ἰδέσθαι, Ὀδ. Ε. 408, ἔνθα ἄλλοτε ἀελπέα, ἴδε προηγ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
p. ἀελπής;
c. ἄελπτος.

German (Pape)

ές, v.l. Od. 5.408 ἀελπτέα für ἀελπέα (Apoll. Lex.Hom. 10.27); vgl. Lobeck zu Phryn. 570 und Nic. Al. 125.