ἀελπτής
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek (Liddell-Scott)
ἀελπτής: -ές, περὶ οὗ δὲν ἔχει τις ἐλπίδα, ἀπροσδόκητος· γαῖαν ἀελπτέα δῶκεν ἰδέσθαι, Ὀδ. Ε. 408, ἔνθα ἄλλοτε ἀελπέα, ἴδε προηγ.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
ές, v.l. Od. 5.408 ἀελπτέα für ἀελπέα (Apoll. Lex.Hom. 10.27); vgl. Lobeck zu Phryn. 570 und Nic. Al. 125.