ἀερίοικος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ἀερίοικον, dwelling in air, Eub. 139 (mock heroic).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾱ-]
que vive en el aire de los filósofos, Eub.139.
German (Pape)
[Seite 42] Eubul. bei Ath. III, 113 e, in freier Luft wohnend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερίοικος: -ον, κατοικῶν ἐν τῷ ἀέρι, Εὔβουλ. Ἄδηλ. 16. (σκῶμμα ἡρωϊκ.).