ἀερσίνοος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἀερσίνοον, contr. ἀερσίνους, ἀερσίνουν,
A increasing intelligence, Οὐρανίη Nonn. D. 33.67.
II cheering, οἶνος prob.l.Ion Eleg.9; Βάκχος Orph.Fr.280.9.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que levanta el ánimo οἶνος Io Lyr.5.4, Βάκχος Orph.Fr.773.9.
2 arrogante Οὐρανίη Nonn.D.33.67, πατήρ Nonn.Par.Eu.Io.8.44.
German (Pape)
[Seite 43] hochmütig, Nonn., vgl. -πνοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσίνοος: -ον, συνῃρ. -νοῦς, ουν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, Νόνν. Ἰω. η΄, 44. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ διεγείρων, ἀνυψῶν τὸν νοῦν· οἶνος, πιθαν. γραφ. Ἴων. 9· ὡσαύτως: ἀερ. Βάκχου παρὰ Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἡσ. σ. 18. Gaisf.