ἀκάμπιος
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ἀκάμπιον, = ἀκαμπής, S.Fr.988:—neut. ἀκάμπιον, τό, in chariotor horse-racing, straight course, IG2.966A43, Delph.3(2).38,al., cf. EM45.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 inflexible S.Fr.988.
2 agon. ὁ ἀ. (sc. δρόμος) carrera lisa, en línea recta competición hípica en diversas modalidades ἵππῳ ἀκάμπιον (ἐνίκησεν) FD 2.42, cf. 38 (II a.C.), ἅρματι ἀ. IG 22.2314.43 (II a.C.), ζεύγει ἀ. SEG 41.115.1.15 (Atenas II a.C.), συνωρίδι ἀ. SEG 41.115.2.48 (Atenas II a.C.), ἀ.· ὁ ἐπ' εὐθείας δρόμος καὶ περίπατος Phot., cf. EM α 613.
Greek Monolingual
ἀκάμπιος, -ον (AM)
χωρίς καμπές, ίσιος (δρόμος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καμπή.