ἀκροβατέω
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
A walk on tiptoe, strut, of ostriches, D.S.2.50; of haughty people, Ph. 2.404.
II climb aloft, Polyaen.4.3.23.
III c. acc., ἀτραπόν AP9.13b.
Spanish (DGE)
(ἀκροβᾰτέω) I 1andar de puntillas, andar sobre la punta de los pies de los avestruces, D.S.2.50, cf. Luc.Icar.10.
2 fig. ser orgulloso, andar con la cabeza alta Ph.2.404.
II subir διὰ βαθμίδων Polyaen.4.3.23
•c. ac. subir por ἀτραπόν AP 9.13b (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 82] 1) auf den Zehen gehen, vom Strauß, Diod. S. 2, 50; von den Gänsen, Luc. Icarom. 10. – 2) in die Höhe steigen, Polyaen. 4, 3, 23. – 3) einherstolziren, Philo. Dahin ist auch wohl Plat. iun. 1 (IX, 13) zu rechnen, wo der Blinde den Lahmen tragend ὀθνείοις ὄμμασιν ἀτραπὸν ἀκροβάτει, obwohl Philip. 69 im ähnl. Ep. ὠρθοβάτει hat.
French (Bailly abrégé)
ἀκροβατῶ :
seul. prés.
aller sur la pointe des pieds.
Étymologie: ἄκρος, βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβατέω: περιπατῶ ἐπὶ τῶν ἄκρων ποδῶν, ἐπὶ στρουθοκαμήλων, Διόδ. 2.50· ἐπὶ ὑπεροπτικῶν καὶ ἀλαζονικῶν ἀνθρώπων, Φίλων 1. 640, κτλ.: ἴδε Λοβ. Αἴ 1217. ΙΙ. ἀναβαίνω εἰς ὕψη, Πολύαιν. 4. 3. 23.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβᾰτέω: ходить на цыпочках Diod., Luc., Anth.
Mantoulidis Etymological
(=προχωρῶ στίς ἄκρες τῶν ποδιῶν μου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀκροβάτης (ἄκρος + βαίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό βαίνω.