ἀλεξίχορος
From LSJ
English (LSJ)
ἀλεξίχορον, helping or favouring the chorus, ἀοιδαί IG3.171c17.
Spanish (DGE)
-ον
que favorece al coro o la danza ἀοιδαί IG 22.4533.35 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 93] Inscr., durch Chortänze schützend, von Herm. richtig in -μορος verwandelt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξίχορος: -ον, ὁ βοηθῶν ἢ εὐνοῶν τὸν χορόν, Ἀθῆναι, Συλλ. Ἐπιγρ. 511, ΙΙΙ. 17.
Greek Monolingual
ἀλεξίχορος, -ον (Α)
(τραγούδι) που βοηθεί ή ευνοεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + χορός.