ἀλευροποιέω
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
make into flour, POxy.1454.9 (ii A. D.), EM62.54.
Spanish (DGE)
moler el cereal, hacer harina ἀλευροποιήσομεν καὶ ἀρτοποιήσομεν POxy.1454.9 (II d.C.), ἐπὶ τῆς μύλης σῖτον ἢ κριθὴν ἀ. EM α 830, cf. Et.Gen.α 448, Et.Sym.α 513.
German (Pape)
[Seite 93] VLL., Weizenmehl bereiten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλευροποιέω: μεταβάλλω εἰς ἄλευρον, Ἐτυμ. Μ. 62. 54˙ -ποιΐα, ἡ, Εὐστ.