ἀλλοιοσχήμων
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ἀλλοιοσχήμον, of varying form, κόσμοι Epicur.Fr.82, cf.S.E.M.7.206.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
de forma variada κόσμους ... σφαιροειδεῖς, καὶ ᾠειδεῖς ἄλλους καὶ ἀλλοιοσχήμονας ἑτέρους Epicur.Ep.[2] 74, cf. S.E.M.7.206, 209.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοιοσχήμων: 2, gen. ονος иного или различного вида, имеющий иную форму Diog. L., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοιοσχήμων: -ον, ὁ ἔχων ἀλλοῖον ἢ διάφορον σχῆμα, Διογ. Λ. 10. 74.
Greek Monolingual
ἀλλοιοσχήμων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, που ποικίλλει κατά τη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -σχήμων < σχῆμα.