ἀλλ’

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλ’: ἤ, = ἀλλά Ι. 3, εἰμή, ἐκτός, μόνον μετ’ ἀρνητικὰς λέξεις, ἰδίως, οὐδεὶς ἢ μηδείς, αἱ ὁποῖαι συχνάκις συνάπτονται μετὰ τοῦ ἄλλοςἕτερος, ὡς: οὐδεὶς ἀλλ’ ἢ ἐκείνη, οὐδεὶς πλὴν ἐκείνης, Ἡρόδ. 9, 109· μηδὲν ἄλλο δοκεῖν εἶναι ἀληθὲς ἀλλ’ ἢ τὸ σωματοειδές, Πλάτ. Φαίδων 81Β, πρβλ. 83Α, 97D, Πολ. 429Β, κτλ.· ἀργύριον μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ’ ἢ μικρόν τι, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 53· οὕτω καὶ μετὰ ἐρωτήσεις περιεχούσας ἢ ὑπονοούσας ἄρνησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Ε: - ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, 1112, ἀντὶ ἀλλ ἤ …, ἀλλ’ ἤ …, πιθανῶς τοῦ Κρυγέρου ἡ διόρθωσις ἀλλ’ ἦ …, ἀλλ’ ἦ …, πρέπει νὰ γείνῃ δεκτή. (Ὁ τύπος οὗτος κάλλιστα ἑρμηνεύεται ὡς: ἄλλο ἢ = ἄλλο παρά, ἐκτός, ἀπώλετο δὲ ὁ τόνος τοῦ ἄλλο· μάλισταφράσις φαίνεται πλήρης παρ’ Ἡροδότῳ 1. 49., 9. 8, ἄλλο γε ἢ ὅτι … = ἐκτὸς ὅτι …, εἰμὴ ὅτι …, πρβλ. ἄλλο τι).

French (Bailly abrégé)

devant une voy., p. ἀλλά.