ἀμφιβληστρεύω
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
catch with a nct, Aq.Is.51.20 (Pass.).
Spanish (DGE)
cazar con red ὡς ὄρυξ ἠμφφληστρευμένος Aq.Is.51.20.
German (Pape)
[Seite 136] mit dem Netze fischen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιβληστρεύω: ἀγρεύω δι’ ἀμφιβλήστρου, Ἀκυλ. Π. Δ.
Greek Monolingual
ἀμφιβληστρεύω (Α)
ψαρεύω με πεζόβολο ή αθίβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον.