ἀμφιθέατρος
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ἀμφιθέατρον, having seats for spectators all round, of the Roman circus, ἀ. ἱππόδρομος D.H.4.44:- also στοά Id.3.68; στάδιον IGRom.4.861 (Laodicea ad Lycum): esp. neut. as substantive, ἀμφιθέατρον, τό, amphitheatre, IGRom.1.1024.27 (Berenice, i B.C.), Str.14.1.43, J.AJ15.8.1, Arr.Epict.1.25.27, Procop.Goth.3.23, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 adj. con asientos todo alrededor, como un anfiteatro στοά D.H.3.68.3, ἱππόδρομος D.H.4.44.1, στάδιον Laodicée p.323.
2 subst. τὸ ἀμφιθέατρον = anfiteatro, IGR 1.1024 (Berenice I a.C.), Str.5.3.8, 14.1.43, 17.1.10, I.AI 15.268, M.Ant.6.46, Arr.Epict.1.25.27, D.C.43.22.3, Procop.Goth.3.23.3.
German (Pape)
[Seite 139] ἱππόδρομος, eine amphitheatralische Rennbahn, Dion. Hal. 4, 44.
Greek Monolingual
ἀμφιθέατρος, -ον (Α)
το σημείο ή ο τόπος, από όπου μπορεί κανείς να βλέπει προς κάθε κατεύθυνση
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφιθέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέατρον.