ἀνέντροπος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ἀνέντροπον, not heeding or respecting a thing, Hsch.; δαίμων Eranos 13.87 (inc. loc.).
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene respeto o pudor καί σε γὰρ προὔλαβε δαίμων ἀνέντροπος Eranos 13.1913.87
•irreverente Sm.Ez.7.24.
German (Pape)
[Seite 223] rücksichtslos, nicht achtend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέντροπος: -ον, ὁ μὴ ἐντρεπόμενος ἢ σεβόμενος τι, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπαντινά.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνέντροπος, -ον)
νεοελλ.
ο αδιάντροπος
μσν.
αυτός που δεν υπολογίζει, δεν σέβεται κάτι.