ἀναδιδράσκω
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
run away again, Plb.29.19.1 (dub.).
Spanish (DGE)
escapar de nuevo Plb.29.19.1.
German (Pape)
[Seite 186] (s. διδράσκω), wieder entfliehen, Pol. 29, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδιδράσκω: вновь убегать (Polyb. - v.l. к ἀποδιδράσκω).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδιδράσκω: ἀποδιδράσκω ἐκ νέου, Πολύβ. 29. 7, 1. ἀμφίβ.
Greek Monolingual
ἀναδιδράσκω (Α)
δραπετεύω ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διδράσκω «δραπετεύω»].