ἀνακραύγασμα
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
-ατος, τό, loud outcry, Epicur.Fr.414 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό vocerío ἱερὰ ἀνακραυγάσματα Cleom.2.1.91.
German (Pape)
[Seite 193] τό, das Geschrei, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακραύγασμα: τό, μεγάλη, ἰσχυρὰ κραυγή, Ἐπίκουρ. παρὰ Κλεομήδ. 2 σ. 91.
Greek Monolingual
ἀνακραύγασμα, το (Α) ἀνακραυγάζω
κραυγή, ξεφωνητό.