ἀνεπίρρεκτος
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ἀνεπίρρεκτον, (ῥέζω) not dedicated, χυτρόποδες Hes.Op.748.
Spanish (DGE)
-ον
que no ha sido usado para los sacrificios χυτρόποδες Hes.Op.748.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas encore servi aux sacrifices.
Étymologie: ἀ, ἐπιρρέζω.
German (Pape)
χυτρόποδες, noch nicht zu Opfern gebrauchte Kessel, Hes. O. 746; vgl. Plut. Symp. 7.4.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίρρεκτος: еще не употреблявшийся для жертвоприношений (χυτρόποδες Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίρρεκτος: -ον, (ῥέζω) ὁ μὴ ἀφιερωθείς, ὃν δὲν μετεχειρίσθη τις ἔτι εἰς θυσίας, μηδ’ ἀπὸ χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων ἀνελόντα ἔσθειν, «ἀθύτων» (Τζέτζ.) Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 748, ἴδε ἐν λέξ. ἀνεπίξεστος.
Greek Monolingual
ἀνεπίρρεκτος, -ον (AM)
μη αφιερωμένος, εκείνος τον οποίο δεν μεταχειρίστηκε κανείς σε θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιρρέζω «προσφέρω, τελώ θυσία»].
Greek Monotonic
ἀνεπίρρεκτος: -ον (ἐπιρρέζω), μη αφιερωμένος.
Middle Liddell
ἐπιρρέζω
not dedicated.