ἀνομοιομερής
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ἀνομοιομερές,
A consisting of unlike parts, not homogeneous, nonhomogeneous, inhomogeneous, especially of organs, opp. tissues, Arist.HA486a7, Mete.388a18, GA722b31, Thphr.Fr.22, Gal.6.844, al.
2 in Metric, [συστήματα] κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ Heph.Poëm.4.
Spanish (DGE)
-ές
compuesto de partes diferentes de órganos corporales, Arist.HA 486a7, Mete.388a18, GA 722b31, Thphr.Fr.22, Gal.6.844
•métr. συστήματα Heph.Poëm.4.2.
German (Pape)
ές, aus ungleichartigen Teilen bestehend, Arist. coel. 1.6, part. an. 1.1 (640.20).
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιομερής: состоящий из неоднородных частей Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιομερής: -ές, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ οὐχὶ ὁμοίων μερῶν, οὐχὶ ὁμοιομερής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 3, καὶ ἀλλαχοῦ.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομοιομερής)
αυτός που αποτελείται από ανόμοια μέρη.