Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνομοιομερής

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιομερής Medium diacritics: ἀνομοιομερής Low diacritics: ανομοιομερής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: anomoiomerḗs Transliteration B: anomoiomerēs Transliteration C: anomoiomeris Beta Code: a)nomoiomerh/s

English (LSJ)

ἀνομοιομερές,
A consisting of unlike parts, not homogeneous, nonhomogeneous, inhomogeneous, especially of organs, opp. tissues, Arist.HA486a7, Mete.388a18, GA722b31, Thphr.Fr.22, Gal.6.844, al.
2 in Metric, [συστήματα] κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ Heph.Poëm.4.

Spanish (DGE)

-ές
compuesto de partes diferentes de órganos corporales, Arist.HA 486a7, Mete.388a18, GA 722b31, Thphr.Fr.22, Gal.6.844
métr. συστήματα Heph.Poëm.4.2.

German (Pape)

ές, aus ungleichartigen Teilen bestehend, Arist. coel. 1.6, part. an. 1.1 (640.20).

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιομερής: состоящий из неоднородных частей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιομερής: -ές, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ οὐχὶ ὁμοίων μερῶν, οὐχὶ ὁμοιομερής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 3, καὶ ἀλλαχοῦ.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιομερής)
αυτός που αποτελείται από ανόμοια μέρη.