ἀντίδουπος
English (LSJ)
ἀντίδουπον, re-echoing, ᾄδειν A.Pers.121 (lyr.); βοᾶν ἀντίδουπά τινι ib.1040, parodied by Pl.Com.27D.
Spanish (DGE)
-ον
contestado con golpes de pecho βόα νυν ἀντίδουπά μοι grita ahora cual eco de mis gritos en un estribillo ritual de duelo, A.Pers.1040, 1048, 1066, Pl.Com.202a
•predic. πόλισμ' ἀντίδουπον ᾄσεται A.Pers.121.
German (Pape)
[Seite 251] wiederhallend, Aesch. Pers. 120. 997. 1005.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renvoie le son, qui résonne.
Étymologie: ἀντί, δουπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδουπος: откликающийся (на крик) (πόλισμα Aesch.): βοᾶν ἀντίδουπά τινι Aesch. отвечать на чей-л. зов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδουπος: -ον, ὁ ἀντηχῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 121· βοᾶν ἀντίδουπά τινι αὐτ. 1040.
Greek Monolingual
ἀντίδουπος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»].
Greek Monotonic
ἀντίδουπος: -ον, αυτός που αντηχεί, σε Αισχύλ.· βοᾶν ἀντίδουπά τινι, στον ίδ.
Middle Liddell
re-echoing, Aesch.; ἀντίδουπά τινι Aesch.