ἀντεπιλαμβάνομαι

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιλαμβάνομαι Medium diacritics: ἀντεπιλαμβάνομαι Low diacritics: αντεπιλαμβάνομαι Capitals: ΑΝΤΕΠΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: antepilambánomai Transliteration B: antepilambanomai Transliteration C: antepilamvanomai Beta Code: a)ntepilamba/nomai

English (LSJ)

lay hold on the other side, Luc.Symp.43.

Spanish (DGE)

agarrar, coger a su vez un ave, Luc.Symp.43.

German (Pape)

[Seite 247] (s. λαμβάνω), sich dagegen, sich ebenfalls festhalten, τινός, an etwas, Luc. Conv. 43.

French (Bailly abrégé)

s'attacher en retour à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἐπιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιλαμβάνομαι: ухватываться с другой стороны (ὁ δὲ ἀνείλετο - ὁ δ᾽ ἀντεπελάβετο Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιλαμβάνομαι: μέσ., κρατῶ, πιάνω καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ὁ δ’ ἀντεπελάβετο καὶ οὐκ εἴα πλεονεκτεῖν Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 43.

Greek Monolingual

ἀντεπιλαμβάνομαι (Α)
κρατώ, πιάνω και εγώ από το άλλο μέρος.