ἀντεπιλαμβάνομαι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
lay hold on the other side, Luc.Symp.43.
Spanish (DGE)
agarrar, coger a su vez un ave, Luc.Symp.43.
German (Pape)
[Seite 247] (s. λαμβάνω), sich dagegen, sich ebenfalls festhalten, τινός, an etwas, Luc. Conv. 43.
French (Bailly abrégé)
s'attacher en retour à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἐπιλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιλαμβάνομαι: ухватываться с другой стороны (ὁ δὲ ἀνείλετο - ὁ δ᾽ ἀντεπελάβετο Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιλαμβάνομαι: μέσ., κρατῶ, πιάνω καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ὁ δ’ ἀντεπελάβετο καὶ οὐκ εἴα πλεονεκτεῖν Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 43.
Greek Monolingual
ἀντεπιλαμβάνομαι (Α)
κρατώ, πιάνω και εγώ από το άλλο μέρος.