ἀντιβαδιάζω
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβαδιάζω: δίδω ὡς ἐνέχυρον πρᾶγμα ἤδη ἠνεχυρασμένον, Βασιλικ. 60. 30, 2.
Spanish (DGE)
obstruir ἐὰν ... ἐν αὐταῖς ταῖς πραγματείαις ἀντιβαδιάζῃ Greg.Leg.Hom.M.86.605A
•ir en sentido contrario, Cat.Cod.Astr.8(2).145.