ἀντισταθμίζω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
= ἀντισηκόω, Incert.Jb.28.19.
Spanish (DGE)
equilibrar, contrapesar Al.Ib.28.19 (ap. crít.)
•en v. med. compararse con οὐκ ἔστιν ... γονεῦσιν ἀντισταθμιζόμενον κτῆμα no hay bien que pueda compararse con los padres Tim.Ant.Caec.M.28.1001A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισταθμίζω: ἀντισηκόω, Ψευδ. Ἀθαν. IV, 1001Α.
Greek Monolingual
(Α αντισταθμίζω)
ισοσταθμίζω, ισορροπώ.
German (Pape)
= ἀντισταθμέω, Vetera Lexica.