ἀνυπόστροφος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόστροφος Medium diacritics: ἀνυπόστροφος Low diacritics: ανυπόστροφος Capitals: ΑΝΥΠΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anypóstrophos Transliteration B: anypostrophos Transliteration C: anypostrofos Beta Code: a)nupo/strofos

English (LSJ)

ἀνυπόστροφον,
A from which none return, Orph.H.56; ὁδός Lyd.Mag.3.14.
2 of diseases, without relapse, Hp.Epid.6.3.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 de lo que no se regresa, sin retorno οἶμος Orph.H.57.1, ὁδός Lyd.Mag.3.14.
2 de una llaga que no tiene recaida πᾶν τὸ ἐκπυέον Hp.Epid.6.3.4, cf. Them.Or.34.462.

German (Pape)

[Seite 266] von wo man nicht zurückkehren kann, Κωκύτου οἶμος Orph. H. 57; Schol. Aesch. Pers. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόστροφος: -ον, ὁ ἐξ οὗ οὐδεὶς ὑποστρέφει, κοιν. «ἀγύριστος», Κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης Ὀρφ. Ὕμν. 56. 2) ἐπὶ νόσων, ἡ μὴ ὑποτροπιάζουσα, πᾶν τὸ ἐκπυέον ἀνυπόστροφον Ἱππ. 1175A.

Greek Monolingual

ἀνυπόστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, από εκεί που κανένας δεν γυρίζει («κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης» —για τον Κάτω Κόσμο— Ορφ. Ύμν.)
2. (για αρρώστιες) αυτή που δεν κάνει υποτροπή, δεν ξαναγυρίζει (Ιπποκρ.).