ἀνυπόστροφος
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ἀνυπόστροφον,
A from which none return, Orph.H.56; ὁδός Lyd.Mag.3.14.
2 of diseases, without relapse, Hp.Epid.6.3.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 de lo que no se regresa, sin retorno οἶμος Orph.H.57.1, ὁδός Lyd.Mag.3.14.
2 de una llaga que no tiene recaida πᾶν τὸ ἐκπυέον Hp.Epid.6.3.4, cf. Them.Or.34.462.
German (Pape)
[Seite 266] von wo man nicht zurückkehren kann, Κωκύτου οἶμος Orph. H. 57; Schol. Aesch. Pers. 319.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστροφος: -ον, ὁ ἐξ οὗ οὐδεὶς ὑποστρέφει, κοιν. «ἀγύριστος», Κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης Ὀρφ. Ὕμν. 56. 2) ἐπὶ νόσων, ἡ μὴ ὑποτροπιάζουσα, πᾶν τὸ ἐκπυέον ἀνυπόστροφον Ἱππ. 1175A.
Greek Monolingual
ἀνυπόστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, από εκεί που κανένας δεν γυρίζει («κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης» —για τον Κάτω Κόσμο— Ορφ. Ύμν.)
2. (για αρρώστιες) αυτή που δεν κάνει υποτροπή, δεν ξαναγυρίζει (Ιπποκρ.).