ἀπαιωρέω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπῃώρησα;
1 laisse pendre;
2 suspendre : ἑαυτόν ÉS se pendre ; Pass. être suspendu : τινος, τινι à qch.
Étymologie: ἀπό, αἰωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαιωρέω: подвешивать, вешать (ἑαυτὸν ἀπό τινος Aesop.); pass. висеть (Hes.; τινος и τινι Arst.): πολλὸν τῆς γῆς ἀπαιωρούμενος Luc. высоко поднявшись над землей.
Greek Monolingual
ἀπαιωρῶ (ἀπαιωρέω) (A) (AM ἀπαιωροῦμαι) αιωρώ
κρέμομαι προς τα κάτω από κάπου, αιωρούμαι
αρχ.
1. ενεργ. κρεμώ, εξαρτώ
2. αφήνω κάτι να κρέμεται
3. μέσ. ανασηκώνομαι, ανυψώνομαι.