ἀπαμέρδω
From LSJ
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
English (LSJ)
= ἀπαμείρω, Q.S.4.422, Man.3.26, Agamestorap.Sch. Lyc.179.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰμέρδω)
privar c. ac. de pers. y gen. de pers. o abstr. ἥντινα ... κασιγνητῶν Man.3.26, μιν ... βιότοιο Q.S.4.422, σὲ ... νεότατος ... ἀπάμερσεν GVI 1547.7 (Roma II d.C.)
•quitar c. ac. y gen. de cosa πῦρ ... χείλεος Agamestor en Sch.Lyc.179.
German (Pape)
[Seite 277] berauben, Qu. Sm. 4, 422 μιν βιότοιο.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμέρδω: ἀπαμείρω, Κόϊντ. Σμ. 4. 422, κτλ.