ἀπελίσσω
From LSJ
English (LSJ)
A unroll, unwind, ἀγαθίδα Aen.Tact.18.15:—Pass. in Ion. form ἀπειλισσομένης Hero Aut.2.7.
II roll up, aor. 1 ἀπείλιξαν D.C.46.36.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ἀπειλ- Hero Aut.2.7
1 devanar, desenrollar ἀγαθίδα Aen.Tact.18.15
•en v. pas. ἀπειλισσομένης τῆς σπάρτου Hero l.c., cf. Apollod.Poliorc.170.1.
2 enrollar una lámina de plomo, D.C.46.36.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελίσσω: ἐκτυλίσσω, «ξετυλίζω», ἀπείλιξαν Δίων Κ. 46. 36: - Ὁ Ἰων. τύπος ἀπειλίσσω εὕρηται ἐν τῷ παθ. παρ’ Ἥρωνι Αὐτομ. 245.