ἀποβόσκομαι
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
feed upon, καρπόν Ar.Av.749,1066.
Spanish (DGE)
alimentarse de καρπόν Ar.Au.749, 1066.
German (Pape)
[Seite 297] (s. βόσκω), abweiden, abfressen, καρπόν Ar. Av. 1066.
French (Bailly abrégé)
se repaître de, acc..
Étymologie: ἀπό, βόσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβόσκομαι: объедать, поедать (ἀμβροσίων μελέων καρπόν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβόσκομαι: ἀποθ., βόσκω ἐμαυτόν, τρώγω, τρέφομαι ἀπό τινος, ἀπεβόσκετο καρπὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 750. 1066.
Greek Monolingual
ἀποβόσκομαι (Α)
βόσκω, τρώγω.
Greek Monotonic
ἀποβόσκομαι: αποθ., τρώγω, τρέφομαι από, καρπόν, σε Αριστοφ.