ἀπογέννησις
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
-εως, ἡ, generation, Sch.Epicur.Ep.3p.47U., Jul. Or.4.153c, Procl.Inst.152.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
generación τῶν βοτανῶν Sch.Hes.Th.950b, abs. Epicur.Ep.[3] 105, τοῦ ὁμοίου Iul.Or.11.153b, τῶν θείων Procl.Inst.132, cf. 152.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογέννησις: -εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, ἡ γέννησις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105: - ἀπογεννήτωρ, ορος, ὁ, ὁ γεννήτωρ, Διον. Ἀρεοπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογέννησις: εως ἡ произведение на свет, рождение Epicur. ap. Diog. L.