ἀποδρέπτομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἀποδρέπω, pluck, cull, σοφίην AP10.18 (Marc. Arg.).
Spanish (DGE)
coger flores o frutas fig. σοφίην AP 10.18 (Marcus Argentarius).
German (Pape)
= ἀποδρέπω, sp.D.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδρέπτομαι: Anth. = ἀποδρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρέπτομαι: ἀποθ., = τῷ ἑπομ., ὧν μὲν γὰρ σοφίην ἀποδρέπτεο Ἀνθ. Π. 10. 18, 3.
Greek Monotonic
ἀποδρέπτομαι: μέλ. -ψομαι, αποθ., = το επόμ., σε Ανθ.