ἀποδρύφω

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

French (Bailly abrégé)

c. ἀποδρύπτω.

English (Autenrieth)

aor. ἀπέδρυψε, subj. ἀποδρύψωσι, aor. pass. 3 pl. ἀπέδρυφθεν: tear off, strip off; πρὸς πέτρῃσιν ἀπὸ χειρῶν ῥῖνοὶ ἀπέδρυφθεν, Od. 5.435; ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων, ‘tear him,’ i. e. abrade the skin, Il. 23.187, Il. 24.21.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]
1 rasgar la piel ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187, μή σε ... διὰ δώματ' ἐρύσσωσ' ... ἀποδρύφωσι δὲ πάντα Od.17.480, μὴ σάρκας ἀποδρύψῃ ὀνύχεσσι Theoc.25.267.
2 en gener. arrancar, desgarrar en v. pas. ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν Od.5.435, cf. 426, μηδὲ χαλάζῃ ἄκρον ἀποδρυφθῇ δράγματος AP 11.365 (Agath.), cf. ἀποδρύφει S.Fr.416, Hsch.

German (Pape)

ἀποδρύπτω.