ἀποικιστής
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ἀποικιστοῦ, ὁ, leader of a colony, IG1.31.4, Men.Rh.p.356S.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fundador de una colonia, IG 12.45.4 (V a.C.), ἀποικιστής· κατοικιστής Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικιστής: -οῦ, ὁ, ἡγέτης ἀποικίας, ἀποικισταὶ ἔνδοξοι Μένανδ. Ρήτ. 85 (Ρήτορες Walz τ. 9, σ. 185, ἔνθα γράφεται ἀπῴκισται ἐνδόξως), Συλλογ. Ἐπιγρ. Ἀττ. 1. 31, 8.
Greek Monolingual
ἀποικιστής, ο (Α)
ο ιδρυτής αποικίας, ο αρχηγός της ομάδας των αποίκων.