ἀποκολούω
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
cut short off, πόδας dub. in Hp.Nat.Mul.8, cf. Call. Jov.90 (tm.), AB435, Hsch. s.v. ἀποσκόλυπτε.
Spanish (DGE)
cortar τοὺς πόδας Hp.Nat.Mul.8, cf. Hsch.s.u. ἀποσκόλυπτε, AB 435
•fig. detener en tm. ἄνην Call.Iou.90.
German (Pape)
[Seite 308] verstümmeln, ἄνην Call. Iov. 90, in tmesi.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολούω: κολοβώνω τι, περικόπτω, τι Καλλ. εἰς Δία 90 (ἐν τμήσει) πρβλ. Α. Β. 435, 25, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀποσκόλυπτε.