ἀπορριπίζω
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
blow away, τὴν ἀναθυμίασιν Arist.Pr.947a20; blow out or back, v.l. in D.H.Comp.14; cf. ἀπορραπίζω.
Spanish (DGE)
apartar, expulsar soplando ἀναθυμίασιν Arist.Pr.947a20, πνεῦμα D.H.Comp.14.16 (var.), cf. ἀπορραπίζω.
German (Pape)
[ρῑ], wegfächeln, Arist. Probl. 26.58.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρῑπίζω: сдувать, развеивать (τὴν ἀναθυμίασιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρῑπίζω: ἐκφυσῶ, ἀπομακρύνω διὰ τῆς πνοῆς, ὅταν μὲν οὖν ᾖ ἄνεμος, ἀπορριπίζει τὴν ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Πρβλ. 26. 58, 2.
Greek Monolingual
ἀπορριπίζω (Α)
(για άνεμο) απομακρύνω με το φύσημα.