ἀποσπάραγμα
From LSJ
English (LSJ)
[πᾰ], ατος, τό, = ἀπόσπασμα, AP13.21 (Theodorid.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-πᾰ]
fragmento, AP 13.21 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Theodorid. 8 (XIII, 21).
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπάραγμα: ατος τό Anth. = ἀπόσπασμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάραγμα: τό. = ἀπόσπασμα, Ἀνθ. Π. 13. 21.
Greek Monotonic
ἀποσπάραγμα: -ατος, τό, = ἀπόσπασμα, σε Αθν.
Middle Liddell
= ἀπόσπασμα, Anth.] [From ἀποσπαράσσω